- ὀρύομαι
- ὀρύομαι, prob.A f. l. for ὠρύομαι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορύομαι — ὀρύομαι (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι] … Dictionary of Greek
βρίμη — βρίμη, η (Α) 1. ισχύς, δύναμη 2. μυκηθμός, βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρίμη ανήκει σε μια ομάδα λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και είναι πιθ. ονοματικό παράγωγο σε μ τού βρι (πρβλ. βριαρός, βρίθω). Ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας τέτοιων… … Dictionary of Greek
επωρύω — ἐπωρύω (AM) ουρλιάζω, ορύομαι εναντίον κάποιου («αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐπωρύοντο ἐπ’ ἐμέ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωρύω (ενεργ. τ. τού ωρύομαι), που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει] … Dictionary of Greek